Κιρατζιόπουλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Κιρατζιόπουλος | οι | Κιρατζιόπουλοι & Κιρατζιοπουλαίοι1 |
γενική | του | Κιρατζιόπουλου & Κιρατζιοπούλου |
των | Κιρατζιόπουλων2 & Κιρατζιοπουλαίων |
αιτιατική | τον | Κιρατζιόπουλο | τους | Κιρατζιόπουλους3 & Κιρατζιοπουλαίους |
κλητική | Κιρατζιόπουλε | Κιρατζιόπουλοι & Κιρατζιοπουλαίοι | ||
1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Κιρατζιοπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Κιρατζιοπούλους | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Κιρατζιόπουλος < από επάγγελμα, κιρατζής + -όπουλος < αρωμουνική ƙiradži < τουρκική kiracı (μισθωτής, ενοικιαστής)
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Κιρατζιόπουλος αρσενικό (θηλυκό (θηλυκό Κιρατζιοπούλου)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταγραφές[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επώνυμα που κλίνονται όπως το 'Παπαδόπουλος' (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -όπουλος (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρωμουνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα με επίθημα -όπουλος (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)