Κοπή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Κοπή | οι | Κοπές |
γενική | της | Κοπής | των | Κοπών |
αιτιατική | την | Κοπή | τις | Κοπές |
κλητική | Κοπή | Κοπές | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Κοπή < κοπή
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /koˈpi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κο‐πή
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Κοπή θηλυκό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Κοπή στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Συνοικίες του Πειραιά (νέα ελληνικά)
- Συνοικίες (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια του Πειραιά (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Συνοικίες της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)