Κουρέντι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Κουρέντι τα Κουρέντια
      γενική του Κουρεντιού
Κουρεντίου
των Κουρεντιών
Κουρεντίων
    αιτιατική το Κουρέντι τα Κουρέντια
     κλητική Κουρέντι Κουρέντια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Οι δεύτεροι τύποι της γενικής, λόγιοι, παλιότεροι.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «καράτι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Κουρέντι < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kuˈɾen.di/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κου‐ρέ‐ντι

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Κουρέντι ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]