Λαδικού

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: λαδικού

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /la.ðiˈku/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Λα‐δι‐κού

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Λαδικού οι Λαδικούδες
      γενική της Λαδικούς των Λαδικούδων
    αιτιατική τη Λαδικού τις Λαδικούδες
     κλητική Λαδικού Λαδικούδες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Λαδικού < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Λαδικού θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

Λαδικού < γενική ενικού του αρσενικού Λαδικός

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Λαδικού θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]

Λαδικού αρσενικό