Λωτοφάγοι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | Λωτοφάγοι | ||
γενική | των | Λωτοφάγων | ||
αιτιατική | τους | Λωτοφάγους | ||
κλητική | Λωτοφάγοι | |||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Λωτοφάγοι < αρχαία ελληνική Λωτοφάγοι < λωτός + φαγεῖν / ἔφαγον
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /lo.toˈfa.ʝi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Λω‐το‐φά‐γοι
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Λωτοφάγοι αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό
- (ελληνική μυθολογία) μυθικός λαός, τον οποίο επισκέφθηκε ο Οδυσσέας κατά την επιστροφή του στην Ιθάκη
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Λωτοφάγοι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Λωτοφάγοι
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ελληνική μυθολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)