Μαροκινός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Μαροκινός < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Μαροκινός αρσενικό (θηλυκό Μαροκινή)
- (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από το Μαρόκο ή έχει μαροκινή υπηκοότητα
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη Μαρόκο