Μαρτίνον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | Μαρτίνον | τὰ | Μαρτίνα | ||||
γενική | τοῦ | Μαρτίνου | τῶν | Μαρτίνων | ||||
δοτική | τῷ | Μαρτίνῳ | τοῖς | Μαρτίνοις | ||||
αιτιατική | τὸ | Μαρτίνον | τὰ | Μαρτίνα | ||||
κλητική ὦ! | Μαρτίνον | Μαρτίνα | ||||||
Συνήθως στον ενικό | ||||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Μαρτίνον < → δείτε τη λέξη Μαρτίνο
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /maɾˈti.non/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μαρ‐τί‐νον
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Μαρτίνον ουδέτερο
- (καθαρεύουσα) κωμόπολη της Φθιώτιδας
- → δείτε τη λέξη Μαρτίνο