Μαχούλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Μαχούλα | οι | Μαχούλες |
γενική | της | Μαχούλας | — | |
αιτιατική | τη | Μαχούλα | τις | Μαχούλες |
κλητική | Μαχούλα | Μαχούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Μαχούλα < Μάχ(η) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα → δείτε τη λέξη Ανδρομάχη
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Μαχούλα θηλυκό
- υποκοριστικό, χαϊδευτικό γυναικείο όνομα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Μάχη
Μαχούλα
|