Νεοφιλαδελφιώτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Νεοφιλαδελφιώτης < (Νέ(α) Φιλαδέλφ(εια), προάστιο της Αθήνας) Νεο- + Φιλαδελφιώτης[1] δείτε τη Συζήτηση:Νεοφιλαδελφιώτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ne.o.fi.la.ðelˈfço.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Νε‐ο‐φι‐λα‐δελ‐φιώ‐της
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Νεοφιλαδελφιώτης αρσενικό (θηλυκό Νεοφιλαδελφιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος, δημότης, ή αυτός που κατάγεται από τη Νέα Φιλαδέλφεια
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
- Νεοφιλαδελφειώτης (συχνή γραφή λόγω του έψιλον γιώτα στο Φιλαδέλφεια)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- νεοφιλαδελφιώτικος
- → και δείτε τη λέξη Νέα Φιλαδέλφεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Νεοφιλαδελφιώτης
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ «Φιλαδέλφεια (& Φιλαδελφιώτης)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)