Νικονόη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Νικονόη αἱ Νικονόαι
      γενική τῆς Νικονόης τῶν Νικονοῶν
      δοτική τῇ Νικονό ταῖς Νικονόαις
    αιτιατική τὴν Νικονόην τὰς Νικονόᾱς
     κλητική ! Νικονόη Νικονόαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Νικονό
γεν-δοτ τοῖν  Νικονόαιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Νικονόη < (νίκη) νικο- + -νόη (νόος)

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Νικονόη θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]