Ξηρόβρυση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ξηρόβρυση οι Ξηρόβρυσες
      γενική της Ξηρόβρυσης
    αιτιατική την Ξηρόβρυση τις Ξηρόβρυσες
     κλητική Ξηρόβρυση Ξηρόβρυσες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «ρίγανη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ξηρόβρυση < ξηρ(ός) + -ό- + βρύση

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ksiˈɾo.vɾi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ξη‐ρό‐βρυ‐ση

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ξηρόβρυση θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]