Οθωμανή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Οθωμανή οι Οθωμανές
      γενική της Οθωμανής των Οθωμανών
    αιτιατική την Οθωμανή τις Οθωμανές
     κλητική Οθωμανή Οθωμανές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Οθωμανή < Οθωμαν(ός) +

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /o.θo.maˈni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ο‐θω‐μα‐νή

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Οθωμανή θηλυκό

  • (ιστορία, εθνικό όνομα) θηλυκό του Οθωμανός
    ※  Ο γάμος ήταν καθιερωμένος θεσμός και πολύ δύσκολα μια Οθωμανή παρέμενε ανύπαντρη σε όλη της τη ζωή. Οι γάμοι κανονίζονταν από τους γονείς του ζευγαριού. Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις γυναικών που παντρεύτηκαν με προξενιό ως ανήλικες αλλά μετέπειτα στην ενήλικη ζωή τους ζήτησαν διαζύγιο.
    Οι Οθωμανές (16 Ιουλίου 2014), lifo.gr

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Οθωμανός