Ορμύλια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Ορμύλια
      γενική της Ορμύλιας
    αιτιατική την Ορμύλια
     κλητική Ορμύλια
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Ορμύλια
      γενική
    αιτιατική τα Ορμύλια
     κλητική Ορμύλια
Η κατάληξη -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ορμύλια < αρχαία ελληνική Σερμύλη[1] < θρακική [1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sórmos < *ser- (ρέω)

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ορμύλια θηλυκόουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. 1,0 1,1 Παναγιώτης Κυρανούδης (μοναχός Κοσμάς Σιμωνοπετρίτης), «Τα τοπωνύμια της Χαλκιδικής ως πηγή για την περιβαλλοντική ιστορία της», Χρονικά της Χαλκιδικής, 58–59 (Θεσσαλονίκη 2013–2014) 43–44.