Παλαιοξάρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Παλαιοξάρι | τα | Παλαιοξάρια |
γενική | του | Παλαιοξαριού & Παλαιοξαρίου |
των | Παλαιοξαριών & Παλαιοξαρίων |
αιτιατική | το | Παλαιοξάρι | τα | Παλαιοξάρια |
κλητική | Παλαιοξάρι | Παλαιοξάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. Οι δεύτεροι τύποι της γενικής, λόγιοι, παλιότεροι. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «καράτι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Παλαιοξάρι < καθαρεύουσα Παλαιοξάριον < παλαιο- + τουρκική hisar (κάστρο)[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pa.le.oˈksa.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πα‐λαι‐ο‐ξά‐ρι
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Παλαιοξάρι ουδέτερο
- χωριό της Φωκίδας
- (παρωχημένο) Άνω Παλαιοξάρι : χωριό της Φωκίδας, πρώην ονομασία της Ποτιδάνειας[2]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Παλαιοξάρι
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Παλαιοξάρι, Δήμος Δωρίδος
- ↑ ΦΕΚ Α 271, 3 Σεπτεμβρίου 1940 (λήψη αρχείου PDF)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καράτι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - τοπωνύμια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια με πρόθημα παλαιο- (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Χωριά της Φωκίδας (νέα ελληνικά)
- Χωριά (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Φωκίδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)