Πολυμνία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Πολυμνίᾱ | αἱ | Πολυμνίαι |
γενική | τῆς | Πολυμνίᾱς | τῶν | Πολυμνιῶν |
δοτική | τῇ | Πολυμνίᾳ | ταῖς | Πολυμνίαις |
αιτιατική | τὴν | Πολυμνίᾱν | τὰς | Πολυμνίᾱς |
κλητική ὦ! | Πολυμνίᾱ | Πολυμνίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Πολυμνίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Πολυμνίαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Πολυμνία θηλυκό
- γυναικείο όνομα, συνηρημένη μορφή του Πολυυμνία, άλλη μορφή του Πολύμνια
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (αρχαία ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)