Ρουμιάνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ρουμιάνα | οι | Ρουμιάνες |
γενική | της | Ρουμιάνας | — | |
αιτιατική | τη | Ρουμιάνα | τις | Ρουμιάνες |
κλητική | Ρουμιάνα | Ρουμιάνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Ρουμιάνα < (άμεσο δάνειο) βουλγαρική Румяна (Rumjána)
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ρουμιάνα θηλυκό
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ρουμιάνα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια - ονόματα από τα βουλγαρικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - ονόματα από τα βουλγαρικά (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)