Σεραφειμούλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Σεραφειμούλα | οι | Σεραφειμούλες |
γενική | της | Σεραφειμούλας | — | |
αιτιατική | τη | Σεραφειμούλα | τις | Σεραφειμούλες |
κλητική | Σεραφειμούλα | Σεραφειμούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Σεραφειμούλα < Σεραφειμ(ία) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα → και δείτε τη λέξη Σεραφείμ
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Σεραφειμούλα θηλυκό
- υποκοριστικό, χαϊδευτικό γυναικείο όνομα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Σεραφειμία
Σεραφειμούλα
|