Σεριφιώτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Σεριφιώτης αρσενικό, θηλυκό Σεριφιώτισσα
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος ή αυτός που κατάγεται από τη Σέριφο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Σεριφιώτης
|
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Σεριφιώτης | οι | Σεριφιώτηδες |
γενική | του | Σεριφιώτη* | των | Σεριφιώτηδων |
αιτιατική | τον | Σεριφιώτη | τους | Σεριφιώτηδες |
κλητική | Σεριφιώτη | Σεριφιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Σεριφιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Σεριφιώτης αρσενικό (θηλυκό Σεριφιώτη ή Σεριφιώτου)
Μεταγραφές[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Πατριδωνυμικά (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα που κλίνονται όπως το 'Αγγελίδης' (νέα ελληνικά)
- Επώνυμα αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα με επίθημα -ιώτης (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά επώνυμα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)