Σκουπιώτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Σκουπιώτης | οι | Σκουπιώτηδες |
γενική | του | Σκουπιώτη* | των | Σκουπιώτηδων |
αιτιατική | τον | Σκουπιώτη | τους | Σκουπιώτηδες |
κλητική | Σκουπιώτη | Σκουπιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Σκουπιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Σκουπιώτης < + -ιώτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Σκουπιώτης αρσενικό (θηλυκό Σκουπιώτη ή Σκουπιώτου)