Σκόρδι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Σκόρδι | τα | Σκόρδια |
γενική | του | Σκορδιού & Σκορδίου |
των | Σκορδιών & Σκορδίων |
αιτιατική | το | Σκόρδι | τα | Σκόρδια |
κλητική | Σκόρδι | Σκόρδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. Οι δεύτεροι τύποι της γενικής, λόγιοι, παλιότεροι. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «καράτι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Σκόρδι < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈskoɾ.ði/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σκόρ‐δι
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Σκόρδι ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Νίκος Νέζης, Τοπωνυμικά της Αττικής, Αθήνα: Ανάβαση, 2013, σελ. 322
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καράτι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Βουνά της Αττικής (νέα ελληνικά)
- Βουνά (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Αττικής (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)