Στωικίδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Στωικίδης | οι | Στωικίδηδες |
γενική | του | Στωικίδη* | των | Στωικίδηδων |
αιτιατική | τον | Στωικίδη | τους | Στωικίδηδες |
κλητική | Στωικίδη | Στωικίδηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Στωικίδου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Στωικίδης < + -ίδης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Στωικίδης αρσενικό (θηλυκό Στωικίδου ή Στωικίδη)