Ταξιαρχούλα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Ταξιαρχούλα | οι | Ταξιαρχούλες |
| γενική | της | Ταξιαρχούλας | — | |
| αιτιατική | την | Ταξιαρχούλα | τις | Ταξιαρχούλες |
| κλητική | Ταξιαρχούλα | Ταξιαρχούλες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Ταξιαρχούλα < Ταξιαρχ(ία) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα ; • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Ταξιαρχούλα θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Ταξιαρχούλα
|
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Γυναικεία ονόματα με επίθημα -ούλα (νέα ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)