Τσίλαρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Τσίλαρος οι Τσίλαροι
      γενική του Τσιλάρου των Τσιλάρων
    αιτιατική τον Τσίλαρο τους Τσιλάρους
     κλητική Τσίλαρε Τσίλαροι
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Τσίλαρος < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈt͡si.la.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Τσί‐λα‐ρος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Τσίλαρος αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]