Τσαρεσιώτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Τσαρεσιώτης | οι | Τσαρεσιώτηδες |
γενική | του | Τσαρεσιώτη* | των | Τσαρεσιώτηδων |
αιτιατική | τον | Τσαρεσιώτη | τους | Τσαρεσιώτηδες |
κλητική | Τσαρεσιώτη | Τσαρεσιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Τσαρεσιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Τσαρεσιώτης < + -ιώτης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Τσαρεσιώτης αρσενικό (θηλυκό Τσαρεσιώτη ή Τσαρεσιώτου)