Υπερήφανος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Υπερήφανος < υπερήφανος
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Υπερήφανος αρσενικό (θηλυκό Υπερήφανου)
Υπερήφανος αρσενικό (θηλυκό Υπερήφανου)