Φανούλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Φανούλα | οι | Φανούλες |
γενική | της | Φανούλας | — | |
αιτιατική | τη | Φανούλα | τις | Φανούλες |
κλητική | Φανούλα | Φανούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Φανούλα < Φαν(ή) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα → δείτε τη λέξη Στεφανία
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Φανούλα θηλυκό
- υποκοριστικό, χαϊδευτικό γυναικείο όνομα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Φανή
Φανούλα
|