Χορίγκοβο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Χορίγκοβο τα Χορίγκοβα
      γενική του Χορίγκοβου των Χορίγκοβων
    αιτιατική το Χορίγκοβο τα Χορίγκοβα
     κλητική Χορίγκοβο Χορίγκοβα
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Χορίγκοβο < βλαχικής προέλευσης• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /xoˈɾi.go.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Χο‐ρί‐γκο‐βο

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Χορίγκοβο ουδέτερο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. ΦΕΚ 81 Α, 14 Μαΐου 1928