έκαστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- έκαστος < αρχαία ελληνική ἕκαστος < *ἕκαστις < ἑκάς + τίς (κάποιος) < ἕ + -κᾰ́ς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *swé
Αντωνυμία[επεξεργασία]
έκαστος, έκαστη / εκάστη, έκαστο