έλληνας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | έλληνας | οι | έλληνες |
γενική | του | έλληνα | των | ελλήνων |
αιτιατική | τον | έλληνα | τους | έλληνες |
κλητική | έλληνα | έλληνες | ||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈe.li.nas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έλ‐λη‐νας
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]έλληνας αρσενικό (θηλυκό ελληνίδα)
- (σε επιθετική λειτουργία) ο Έλληνας
- ⮡ Κάθε έλληνας πολίτης μπορεί να έχει ελληνικό διαβατήρια. Είμαι Έλληνας, ορίστε το διαβατήριό μου!
- ⮡ Η αποστολή αποτελούνταν από έναν Γάλλο, δύο Έλληνες και έναν Γερμανό. Οι έλληνες απεσταλμένοι υπέβαλαν την ελληνική πρόταση για το θέμα.
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] έλληνας
|