αβτζής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αβτζής | οι | αβτζήδες |
γενική | του | αβτζή | των | αβτζήδων |
αιτιατική | τον | αβτζή | τους | αβτζήδες |
κλητική | αβτζή | αβτζήδες | ||
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αβτζής < (άμεσο δάνειο) τουρκική avcı < av (κυνήγι) + -cı < παλαιά τουρκική av / ab < πρωτοτουρκική *āb / *Āb (κυνήγι)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αβτζής αρσενικό
- (παρωχημένο, λαϊκότροπο, επάγγελμα) ο κυνηγός
- (παρωχημένο, λαϊκότροπο) ο (δεινός) σκοπευτής
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μπαλωματής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοτουρκική (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)