αγαθότητα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αγαθότητα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀγαθότης[1][2] < ἀγαθός. Μορφολογικά αναλύεται σε αγαθ(ός) + -ότητα.
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.ɣaˈθo.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γα‐θό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αγαθότητα θηλυκό
- (λόγιο)
- η καλή πρόθεση, η καλοσύνη, η ιδιότητα του αγαθού
- ※ H αγαθότητα του λογοτέχνη Παπαδιαμάντη ξεπερνά κάθε ιερατικό κήρυγμα, γι’ αυτό και η προσπάθεια ορισμένων να θέσουν στην υπηρεσία τους τον μεγάλο μας συγγραφέα συνιστά ύβρι.
- Γ. Γιατρομανωλάκης, H ηθική της λογοτεχνίας και η Εκκλησία, Το Βήμα, 24 Νοεμβρίου 2008
- ※ H αγαθότητα του λογοτέχνη Παπαδιαμάντη ξεπερνά κάθε ιερατικό κήρυγμα, γι’ αυτό και η προσπάθεια ορισμένων να θέσουν στην υπηρεσία τους τον μεγάλο μας συγγραφέα συνιστά ύβρι.
- η μέχρι μωρίας υπερβολική καλοσύνη, αφέλεια[3]
- η καλή πρόθεση, η καλοσύνη, η ιδιότητα του αγαθού
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αγαθότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ αγαθότητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ αγαθότητα - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σάλπιγγα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ότητα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)