αγοράστρια
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.ɣoˈɾa.stɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γο‐ρά‐στρι‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αγοράστρια θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε αγοραστής