αγορανομία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγορανομία < αγορανόμος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγορανομία θηλυκό
- αστυνομική υπηρεσία που ελέγχει την αγορά, τις τιμές και την ποιότητα των προϊόντων