αγριοφράουλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αγριοφράουλα θηλυκό
- (φυτό, φρούτο) το είδος Fragaria vesca [1]
- (φυτό) του γένους Potentilla [2]
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Fragaria vesca στο species.wikimedia.org
- Potentilla reptans στην αγγλική Βικιπαίδεια
- Potentilla micrantha στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αγριοφράουλα
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αγριοφράουλα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- ↑ αγριοφράουλα - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας