αδιάνθιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αδιάνθιστος, -η, -ο
- που δεν έχει διανθιστεί
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αδιάνθιστα
- → δείτε τις λέξεις διανθίζω, ανθίζω και άνθος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αδιάνθιστος
|