αδροδάκτυλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδροδάκτυλος η αδροδάκτυλη το αδροδάκτυλο
      γενική του αδροδάκτυλου της αδροδάκτυλης του αδροδάκτυλου
    αιτιατική τον αδροδάκτυλο την αδροδάκτυλη το αδροδάκτυλο
     κλητική αδροδάκτυλε αδροδάκτυλη αδροδάκτυλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδροδάκτυλοι οι αδροδάκτυλες τα αδροδάκτυλα
      γενική των αδροδάκτυλων των αδροδάκτυλων των αδροδάκτυλων
    αιτιατική τους αδροδάκτυλους τις αδροδάκτυλες τα αδροδάκτυλα
     κλητική αδροδάκτυλοι αδροδάκτυλες αδροδάκτυλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

αδροδάχτυλος

Προφορά[επεξεργασία]

/?/

Ετυμολογία el[επεξεργασία]

αδροδάκτυλος < αδρο- + -δάκτυλος

Επίθετο[επεξεργασία]

αδροδάκτυλος (el) αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο