αδροδάκτυλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
/?/
Ετυμολογία el[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αδροδάκτυλος (el) αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο
- χοντροδάκτυλος, χονδροδάκτυλος, χοντροδάχτυλος, χονδροδάχτυλος, αυτός που έχει χοντρά δάχτυλα