αερόσολα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αερόσολα οι αερόσολες
      γενική της αερόσολας
    αιτιατική την αερόσολα τις αερόσολες
     κλητική αερόσολα αερόσολες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αερόσολα < αερό- + σόλα (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική air sole) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αερόσολα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)