αθησαύριστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αθησαύριστος, -η, -ο
- που δεν έχει θησαυριστεί, δεν έχει συλλεχθεί και μελετηθεί
- στα μικρά χωριά της επαρχίας αυτής κρύβεται ένας ακόμη αθησαύριστος λαογραφικός πλούτος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αθησαύριστος