αιγαγροπίλημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αιγαγροπίλημα ουδέτερο
- (λόγιο) (παρωχημένο) σβώλος που σχηματίζεται στο πεπτικό σύστημα φυτοφάγου ζώου (αίγαγρου) και έχει δημιουργηθεί από την τροφή, διάφορες τρίχες καθώς και τα πεπτικά υγρά
- (λόγιο) (παρωχημένο) (κατ’ επέκταση) αντίδοτο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αιγαγροπίλημα
|