αιμοεπαγρύπνηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αιμοεπαγρύπνηση οι αιμοεπαγρυπνήσεις
      γενική της αιμοεπαγρύπνησης των αιμοεπαγρυπνήσεων
    αιτιατική την αιμοεπαγρύπνηση τις αιμοεπαγρυπνήσεις
     κλητική αιμοεπαγρύπνηση αιμοεπαγρυπνήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αιμοεπαγρύπνηση (νεολογισμός) < αιμο- + επαγρύπνηση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αιμοεπαγρύπνηση θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]