ακαθισιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ακαθισιά | οι | ακαθισιές |
γενική | της | ακαθισιάς | των | ακαθισιών |
αιτιατική | την | ακαθισιά | τις | ακαθισιές |
κλητική | ακαθισιά | ακαθισιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό' | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ka.θiˈsça/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κα‐θι‐σιά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ακαθισιά θηλυκό
- (λαϊκότροπο) το να μην κάθεται κάποιος ήρεμα, το να κινείται συνεχώς
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακαθισιά
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ακαθισιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)