ακορύφωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακορύφωτος < μεσαιωνική ελληνική ἀκορύφωτος
Επίθετο[επεξεργασία]
ακορύφωτος
- που δεν έχει κορυφωθεί, δεν έχει φτάσει στην κορύφωση, για καλλιτεχνικές ερμηνείες αλλά και για την ερωτική πράξη (χρησιμοποιείται συχνότερα η περίφραση "χωρίς κορύφωση" ή "δεν κορυφώθηκε" ή "δεν έφτασε στην κορύφωση" )
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακορύφωτος
|