αλαταποθηκάριος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αλαταποθηκάριος οι αλαταποθηκάριοι
      γενική του αλαταποθηκάριου των αλαταποθηκάριων
    αιτιατική τον αλαταποθηκάριο τους αλαταποθηκάριους
     κλητική αλαταποθηκάριε αλαταποθηκάριοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αλαταποθηκάριος < αλαταποθήκ(η) + -άριος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.la.ta.po.θiˈka.ɾi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐λα‐τα‐πο‐θη‐κά‐ρι‐ος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αλαταποθηκάριος αρσενικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]