αλημματογράφητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αλημματογράφητος < α- + λημματογραφώ + -τος
Επίθετο
[επεξεργασία]αλημματογράφητος
- που δεν έχει λημματογραφηθεί
- ※ Τα σχετικά αλημματογράφητα ουσιαστικά ανέρχονται σε μερικές χιλιάδες και θα άξιζε να αποτελέσουν αντικείμενο ειδικής μονογραφίας. (Χριστόφορος Χαραλαμπάκης, e-Άλληλον, Τεύχος 7, 3ο Τρίμηνο 2022 [1])
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αλημματογράφητος
|