αμάσητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμάσητος η αμάσητη το αμάσητο
      γενική του αμάσητου της αμάσητης του αμάσητου
    αιτιατική τον αμάσητο την αμάσητη το αμάσητο
     κλητική αμάσητε αμάσητη αμάσητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμάσητοι οι αμάσητες τα αμάσητα
      γενική των αμάσητων των αμάσητων των αμάσητων
    αιτιατική τους αμάσητους τις αμάσητες τα αμάσητα
     κλητική αμάσητοι αμάσητες αμάσητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αμάσητος < από το ρήμα μασάω-ώ

Επίθετο[επεξεργασία]

αμάσητος

  1. για τροφή που δεν έχει υποστεί μάσημα πριν την κατάποση
  2. αποδοχή χωρίς να έχει προηγηθεί σκέψη

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]