αμάσητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αμάσητος | η | αμάσητη | το | αμάσητο |
γενική | του | αμάσητου | της | αμάσητης | του | αμάσητου |
αιτιατική | τον | αμάσητο | την | αμάσητη | το | αμάσητο |
κλητική | αμάσητε | αμάσητη | αμάσητο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αμάσητοι | οι | αμάσητες | τα | αμάσητα |
γενική | των | αμάσητων | των | αμάσητων | των | αμάσητων |
αιτιατική | τους | αμάσητους | τις | αμάσητες | τα | αμάσητα |
κλητική | αμάσητοι | αμάσητες | αμάσητα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αμάσητος < από το ρήμα μασάω-ώ
Επίθετο
[επεξεργασία]αμάσητος
- για τροφή που δεν έχει υποστεί μάσημα πριν την κατάποση
- αποδοχή χωρίς να έχει προηγηθεί σκέψη