αμοιασιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμοιασιά οι αμοιασιές
      γενική της αμοιασιάς των αμοιασιών
    αιτιατική την αμοιασιά τις αμοιασιές
     κλητική αμοιασιά αμοιασιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αμοιασιά < α- + μοιάζω (αόριστος: έμοιασα) + -ιά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αμοιασιά θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]