αμφιθεατρικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμφιθεατρικός η αμφιθεατρική το αμφιθεατρικό
      γενική του αμφιθεατρικού της αμφιθεατρικής του αμφιθεατρικού
    αιτιατική τον αμφιθεατρικό την αμφιθεατρική το αμφιθεατρικό
     κλητική αμφιθεατρικέ αμφιθεατρική αμφιθεατρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμφιθεατρικοί οι αμφιθεατρικές τα αμφιθεατρικά
      γενική των αμφιθεατρικών των αμφιθεατρικών των αμφιθεατρικών
    αιτιατική τους αμφιθεατρικούς τις αμφιθεατρικές τα αμφιθεατρικά
     κλητική αμφιθεατρικοί αμφιθεατρικές αμφιθεατρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αμφιθεατρικός < αμφιθέατρο

Επίθετο[επεξεργασία]

αμφιθεατρικός, ή,ό

  1. ο σχετικός με το αμφιθέατρο
  2. εκείνος που έχει σχήμα αμφιθεάτρου

Μεταφράσεις[επεξεργασία]