αναπήνιση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναπήνιση οι αναπηνίσεις
      γενική της αναπήνισης* των αναπηνίσεων
    αιτιατική την αναπήνιση τις αναπηνίσεις
     κλητική αναπήνιση αναπηνίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναπηνίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναπήνιση < αρχαία ελληνική ἀναπηνίζομαι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αναπήνιση θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]