ανδραγαθία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανδραγαθία οι ανδραγαθίες
      γενική της ανδραγαθίας των ανδραγαθιών
    αιτιατική την ανδραγαθία τις ανδραγαθίες
     κλητική ανδραγαθία ανδραγαθίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανδραγαθία < αρχαία ελληνική ἀνδραγαθία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ανδραγαθία θηλυκό

  1. η ιδιότητα να είναι κάποιος ανδρείος, γενναίος, η παλικαριά
  2. το κατόρθωμα, η πράξη ανδρείας και γενναιότητας, συνώνυμο του ανδραγάθημα
    'Επ' ανδραγαθία ανθυπασπιστής

Μεταφράσεις[επεξεργασία]