αντικαταστάσιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αντικαταστάσιμος (el), -η, -ο και αντικαταστατός (el), -ή, -ό
- για βιομηχανοποιημένο - τυποποιημένο προϊόν ή εξάρτημα
- μη σπάνιος
- μη μοναδικός
- εναλλάξιμος